μεταμελητικος

μεταμελητικος
    μεταμελητικός
    3
    полный раскаяния, раскаивающийся Arst.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Смотреть что такое "μεταμελητικος" в других словарях:

  • μεταμελητικός — μεταμελητικός, ή, όν (ΑM) [μεταμελούμαι] αυτός που μετανοεί …   Dictionary of Greek

  • μεταμελητικός — full of regrets masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελητικώτερον — μεταμελητικός full of regrets adverbial comp μεταμελητικός full of regrets masc acc comp sg μεταμελητικός full of regrets neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελητικόν — μεταμελητικός full of regrets masc acc sg μεταμελητικός full of regrets neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελητικούς — μεταμελητικός full of regrets masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελητική — μεταμελητικός full of regrets fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεταμελητικάς — μεταμελητικά̱ς , μεταμελητικός full of regrets fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»